- ξαναζυγώνω
- μετ. скова приближаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναζυγώνω — πλησιάζω ξανά … Dictionary of Greek
μεταζυγώνω — και ματαζυγώνω πλησιάζω εκ νέου, ξαναζυγώνω … Dictionary of Greek